Πρωτοπόροι

Πρωτοπόροι
Μηνιαίο λογοτεχνικό και κοινωνιολογικό περιοδικό της Αθήνας, που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1930 από τον Π. Πικρό. Η έκδοσή του διεκόπη μετά το 2o τεύχος αλλά επανεκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1931 με τον ίδιο τίτλο και την ίδια διεύθυνση. Μετά την αποχώρηση του Π. Πικρού, το περιοδικό έγινε όργανο της Ένωσης πρωτοπόρων η οποία, από τον Δεκέμβριο του 1931, το κυκλοφορούσε με τον τίτλο Νέοι Πρωτοπόροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κούπερ, Τζέιμς Φένιμορ — (James Fenimore Cooper, Μπάρλινγκτον, Νιου Τζέρσεϊ 1789 – Κούπερσταουν, Νέα Υόρκη 1851). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος μεγαλοκτηματία αποίκου των δυτικών περιοχών, ο Κ. μεγάλωσε σε επαφή με την παρθένα φύση που τη μεταμόρφωσαν οι πρωτοπόροι και με… …   Dictionary of Greek

  • Ράιτ, Γουίλμπερ και Όρβιλ — (Wright, Μίλβιλ 1867 – Ντέιτον 1912). Αμερικανοί πρωτοπόροι της αεροναυτικής. Οι δύο αδελφοί Ρ. –Γουίλμπερ και Όρβιλ (Ντέιτον 1871 1948)– κατόρθωσαν πρώτοι να πετάξουν με διευθυνόμενο μέσο «βαρύτερο από τον αέρα»: η αρχική επιτυχία σημειώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Manakis brothers — Statue of Milton Manaki in Bitola …   Wikipedia

  • Братья Манаки — Фотография, сделанная Янаки Манаки Янаки Манаки (Янакис Манакис, аром. Ianachia Manachia греч …   Википедия

  • Hermanos Manaki — Estatua de Milton Manakis en Bitola …   Wikipedia Español

  • Кумас, Константинос — Константинос Кумас Κωνσταντίνος Κούμας …   Википедия

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”